θερμόλουτρον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θερμόλουτρον (μαρτυρείται από το 1897)[1] < θερμό- + λουτρόν

Ουσιαστικό

θερμόλουτρον ουδέτερο

Συγγενικά

  • θερμολούζω
  • θερμολουτήριος

Πηγές

Αναφορές

  1. σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.