θεογεννήτωρ

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. γένους, ίσως και κλίση κατά το κτήτωρ, Sarri.greek  | 17:19, 3 Μαρτίου 2022 (UTC).


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θεογεννήτωρ < θεο- + αρχαία ελληνική γεννήτωρ

Ουσιαστικό

θεογεννήτωρ, -ορος θηλυκόαρσενικό [1] με θηλυκό θεογεννήτρια)

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.