ημερομήνια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ημερομήνια < μερομήνια με λόγια επίδραση κατά τα ημερο-

Προφορά

ΔΦΑ : /i.me.ɾoˈmi.ɲa/ κατά το μερομήνια
παλιότερος συλλαβισμός: ημερομήνια

Ουσιαστικό

ημερομήνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.