ηλιοσύγχρονων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ηλιοσύγχρονων

  1. γενική πληθυντικού του ηλιοσύγχρονος
  2. γενική πληθυντικού του ηλιοσύγχρονη
  3. γενική πληθυντικού του ηλιοσύγχρονο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.