ηλιακός θερμοσίφωνας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- → δείτε τη λέξη ηλιακός και θερμοσίφωνας
Πολυλεκτικός όρος
ηλιακός θερμοσίφωνας αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.