ηλεκτροκίνητο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ηλεκτροκίνητο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ηλεκτροκίνητος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ηλεκτροκίνητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.