ζωόσοφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ζωόσοφος < ζωή και σοφός

Επίθετο

ζωόσοφος,ος,ον αρσενικό

  • ο σοφός, με πείρα στη ζωή αλλά και φιλόσοφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.