ζουμάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζουμάρω < ουσιαστικό ζουμ + επίθημα -άρω

Ρήμα

ζουμάρω

  • κάνω ζουμ, μεταβάλω το οπτικό πεδίο με τη χρήση ειδικού φακού, ώστε τα αντικείμενα της λήψης να φαίνονται πιο κοντά ή πιο μακριά

 συνώνυμα:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.