ζαμάνια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζαμάνια < πληθυντικός αριθμός του ζαμάνι

Ουσιαστικό

ζαμάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • πολύς καιρός, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.