ζάπινγκ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ζάπινγκ ουδέτερο άκλιτο
- η συχνή αλλαγή καναλιών στην τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ, είτε για να βρεθεί κάποιο ενδιαφέρον πρόγραμμα είτε απλώς από συνήθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.