εὐσεβοῦς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εὐσεβοῦς
  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του εὐσεβής
  2. γενική ενικού, θηλυκού γένους του εὐσεβής
  3. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του εὐσεβής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.