εὐήλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐήλιος | τὸ εὐήλιον | οἱ, αἱ εὐήλιοι | τὰ εὐήλια |
| Γενική | τοῦ, τῆς εὐηλίου | τοῦ εὐηλίου | τῶν εὐηλίων | τῶν εὐηλίων |
| Δοτική | τῷ, τῇ εὐηλίῳ | τῷ εὐηλίῳ | τοῖς, ταῖς εὐηλίοις | τοῖς εὐηλίοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐήλιον | τὸ εὐήλιον | τοὺς, τὰς εὐηλίους | τὰ εὐήλια |
| Κλητική | εὐήλιε | εὐήλιον | εὐήλιοι | εὐήλια |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐηλίω | |||
| Γενική-Δοτική | εὐηλίοιν | |||
Επίθετο
εὐήλιος, -ος, -ον
- ευήλιος, ηλιόλουστος
- (για πρόσωπα) που χαίρεται τον ήλιο και (κατ’ επέκταση) πρόσχαρο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἥλιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.