εὐήλιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐήλιος τὸ εὐήλιον οἱ, αἱ εὐήλιοι τὰ εὐήλια
Γενική τοῦ, τῆς εὐηλίου τοῦ εὐηλίου τῶν εὐηλίων τῶν εὐηλίων
Δοτική τῷ, τῇ εὐηλίῳ τῷ εὐηλίῳ τοῖς, ταῖς εὐηλίοις τοῖς εὐηλίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐήλιον τὸ εὐήλιον τοὺς, τὰς εὐηλίους τὰ εὐήλια
Κλητική εὐήλιε εὐήλιον εὐήλιοι εὐήλια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐηλίω
Γενική-Δοτική εὐηλίοιν

Ετυμολογία

εὐήλιος < εὖ + ἥλιος

Επίθετο

εὐήλιος, -ος, -ον

  1. ευήλιος, ηλιόλουστος
  2. (για πρόσωπα) που χαίρεται τον ήλιο και (κατ’ επέκταση) πρόσχαρο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.