εἰκασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἰκασία < εἰκάζω

Ουσιαστικό

εἰκασία θηλυκό

  1. αναπαράσταση
    εἰσελθὼν μὲν γάρ ποτε πρὸς Παρράσιον τὸν ζωγράφον καὶ διαλεγόμενος αὐτῷ͵ Ἆρα͵ ἔφη͵ ὦ Παρράσιε͵ γραφική ἐστιν εἰκασία τῶν ὁρωμένων; (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, 3.10.1.5)
  2. σύγκριση
  3. εικασία, υπόθεση
  4. (στον Πλάτωνα) η κατώτερη βαθμίδα κατανόησης της πραγματικότητας που βασίζεται στις εικόνες, τα είδωλα των πραγματικών όντων
    Ἀρκέσει οὖν͵ ἦν δ΄ ἐγώ͵ ὥσπερ τὸ πρότερον͵ τὴν μὲν πρώτην μοῖραν ἐπιστήμην καλεῖν͵ δευτέραν δὲ διάνοιαν͵ τρίτην δὲ πίστιν καὶ εἰκασίαν τετάρτην· (Πλάτων, Πολιτεία, 534.a.1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.