ευσταχιανή σάλπιγγα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευσταχιανή σάλπιγγα < ευσταχιανή & σάλπιγγα

Πολυλεκτικός όρος

ευσταχιανή σάλπιγγα θηλυκό

  • (ανατομία) σωληνίσκος που συνδέει το μέσο ους με το ρινοφάρυγγα[1] για την ισοστάθμιση της εξωτερικής κι εσωτερικής πίεσης ακουστικού τυμπάνου[2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.