ευλύγιστο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈvli.ʝi.sto/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ευλύγιστο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ευλύγιστος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ευλύγιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.