ευκή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευκή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εὐκή, μορφή του εὐχή [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /efˈci/

Ουσιαστικό

ευκή θηλυκό

  • (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ευχή

Αναφορές

  1. ευχή -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.