ευεργετημένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
ευεργετημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευεργετημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευεργετημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευεργετημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.