εσάνς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εσάνς < γαλλική essence

Ουσιαστικό

εσάνς θηλυκό άκλιτο

  • συμπυκνωμένη αρωματική ουσία σε μορφή ελαίου ή σκόνης που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων αλλά και γλυκισμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.