ερασμιακών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ερασμιακών
- γενική πληθυντικού του ερασμιακός
- γενική πληθυντικού του ερασμιακή
- γενική πληθυντικού του ερασμιακό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.