εποστρακισμούς
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εποστρακισμούς
αρσενικό
αιτιατική
πληθυντικού
του
εποστρακισμός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.