επιστάμενων

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈsta.me.non/

Κλιτικός τύπος μετοχής

επιστάμενων

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του επιστάμενος
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επιστάμενος
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιστάμενος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.