επιδεικνύομαι
Κλίση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιδεικνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιδεικνύω
Ρήμα
επιδεικνύομαι
- (παθητικό) κάποιος με επιδεικνύει
- στην δύσκολη αυτή στιγμή πρέπει να επιδειχθεί εξαιρετική σύνεση
- (μέσο) επιδεικνύω τον εαυτό μου, την εξωτερική μου εμφάνιση, τον πλούτο, τις ικανότητές μου κ.λπ.
Μεταφράσεις
επιδεικνύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.