επαξίως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επαξίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαξίως < ἐπάξιος. Συγχρονικά αναλύεται σε επάξι(ος) + -ως.

Επίρρημα

επαξίως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.