επανασυναρμολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επανασυναρμολογώ < επί και ανά + συναρμολογώ
Ρήμα
επανασυναρμολογώ
- (για αντικείμενα) ξαναβάζω στη θέση του εξάρτημα μηχανής ή τμήμα επίπλου, συναρμολογώ εκ νέου
Μεταφράσεις
επανασυναρμολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.