επί τούτου
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
επί τούτου
- σχετικά μ' αυτό, επ' αυτού
- δεν έχω να προσθέσω τίποτε επί τούτου· ας μιλήσουμε για κάποιο άλλο θέμα
- άνευ τούτου
- επί τούτω ή επί τούτοις (γι' αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.