επίτομων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επίτομων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επίτομος
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επίτομος
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επίτομος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.