εξωσωματική
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
εξωσωματική θηλυκό
- η απόπειρα να συλλάβει μια γυναίκα παιδί με εξωσωματική γονιμοποίηση
- έχει ήδη κάνει τρεις εξωσωματικές χωρίς αποτέλεσμα, αλλά δεν το βάζει κάτω
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξωσωματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εξωσωματικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.