εξτρεμαδουρικό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξτρεμαδουρικό
- αιτιατική ενικού του εξτρεμαδουρικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εξτρεμαδουρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.