εξιδανικεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξιδανικεύομαι | εξιδανικευόμουν(α) | θα εξιδανικεύομαι | να εξιδανικεύομαι | ||
| β' ενικ. | εξιδανικεύεσαι | εξιδανικευόσουν(α) | θα εξιδανικεύεσαι | να εξιδανικεύεσαι | (εξιδανικεύου) | |
| γ' ενικ. | εξιδανικεύεται | εξιδανικευόταν(ε) | θα εξιδανικεύεται | να εξιδανικεύεται | ||
| α' πληθ. | εξιδανικευόμαστε | εξιδανικευόμαστε εξιδανικευόμασταν |
θα εξιδανικευόμαστε | να εξιδανικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξιδανικεύεστε | εξιδανικευόσαστε εξιδανικευόσασταν |
θα εξιδανικεύεστε | να εξιδανικεύεστε | (εξιδανικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | εξιδανικεύονται | εξιδανικεύονταν εξιδανικευόντουσαν |
θα εξιδανικεύονται | να εξιδανικεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξιδανικεύτηκα | θα εξιδανικευτώ | να εξιδανικευτώ | εξιδανικευτεί | ||
| β' ενικ. | εξιδανικεύτηκες | θα εξιδανικευτείς | να εξιδανικευτείς | εξιδανικεύσου | ||
| γ' ενικ. | εξιδανικεύτηκε | θα εξιδανικευτεί | να εξιδανικευτεί | |||
| α' πληθ. | εξιδανικευτήκαμε | θα εξιδανικευτούμε | να εξιδανικευτούμε | |||
| β' πληθ. | εξιδανικευτήκατε | θα εξιδανικευτείτε | να εξιδανικευτείτε | εξιδανικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | εξιδανικεύτηκαν εξιδανικευτήκαν(ε) |
θα εξιδανικευτούν(ε) | να εξιδανικευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξιδανικευτεί | είχα εξιδανικευτεί | θα έχω εξιδανικευτεί | να έχω εξιδανικευτεί | εξιδανικευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξιδανικευτεί | είχες εξιδανικευτεί | θα έχεις εξιδανικευτεί | να έχεις εξιδανικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξιδανικευτεί | είχε εξιδανικευτεί | θα έχει εξιδανικευτεί | να έχει εξιδανικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξιδανικευτεί | είχαμε εξιδανικευτεί | θα έχουμε εξιδανικευτεί | να έχουμε εξιδανικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξιδανικευτεί | είχατε εξιδανικευτεί | θα έχετε εξιδανικευτεί | να έχετε εξιδανικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξιδανικευτεί | είχαν εξιδανικευτεί | θα έχουν εξιδανικευτεί | να έχουν εξιδανικευτεί | ||
Μεταφράσεις
εξιδανικεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.