εξερευνητικό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξερευνητικό
- αιτιατική ενικού του εξερευνητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εξερευνητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.