εναργέστερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εναργέστερα < εναργής
Επίρρημα
εναργέστερα
- που διακρίνεται ολοκάθαρα
- που διακατέχεται από διάυγεια, σαφήνεια ή ευκρίνεια
Μεταφράσεις
εναργέστερα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.