εναργέστερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εναργέστερα < εναργής

Επίρρημα

εναργέστερα

  1. που διακρίνεται ολοκάθαρα
  2. που διακατέχεται από διάυγεια, σαφήνεια ή ευκρίνεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.