ενάγοντος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈna.ɣon.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενάγοντος
παλιότερος συλλαβισμός: ενάγοντος

Κλιτικός τύπος μετοχής

ενάγοντος

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του ενάγων
  2. (ουδέτερο) γενική ενικού του ενάγον

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ενάγοντος ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.