εμμέτρως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμμέτρως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμμέτρως < ἔμμετρος. Συγχρονικά αναλύεται σε έμμετρ(ος) + -ως.

Επίρρημα

εμμέτρως

Πηγές

  • «έμμετρος (& έμμετρα, εμμέτρως» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.