εμβαπτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εμβαπτίζομαι | εμβαπτιζόμουν(α) | θα εμβαπτίζομαι | να εμβαπτίζομαι | ||
| β' ενικ. | εμβαπτίζεσαι | εμβαπτιζόσουν(α) | θα εμβαπτίζεσαι | να εμβαπτίζεσαι | (εμβαπτίζου) | |
| γ' ενικ. | εμβαπτίζεται | εμβαπτιζόταν(ε) | θα εμβαπτίζεται | να εμβαπτίζεται | ||
| α' πληθ. | εμβαπτιζόμαστε | εμβαπτιζόμαστε εμβαπτιζόμασταν |
θα εμβαπτιζόμαστε | να εμβαπτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εμβαπτίζεστε | εμβαπτιζόσαστε εμβαπτιζόσασταν |
θα εμβαπτίζεστε | να εμβαπτίζεστε | (εμβαπτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εμβαπτίζονται | εμβαπτίζονταν εμβαπτιζόντουσαν |
θα εμβαπτίζονται | να εμβαπτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εμβαπτίστηκα | θα εμβαπτιστώ | να εμβαπτιστώ | εμβαπτιστεί | ||
| β' ενικ. | εμβαπτίστηκες | θα εμβαπτιστείς | να εμβαπτιστείς | εμβαπτίσου | ||
| γ' ενικ. | εμβαπτίστηκε | θα εμβαπτιστεί | να εμβαπτιστεί | |||
| α' πληθ. | εμβαπτιστήκαμε | θα εμβαπτιστούμε | να εμβαπτιστούμε | |||
| β' πληθ. | εμβαπτιστήκατε | θα εμβαπτιστείτε | να εμβαπτιστείτε | εμβαπτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εμβαπτίστηκαν εμβαπτιστήκαν(ε) |
θα εμβαπτιστούν(ε) | να εμβαπτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εμβαπτιστεί | είχα εμβαπτιστεί | θα έχω εμβαπτιστεί | να έχω εμβαπτιστεί | εμβαπτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εμβαπτιστεί | είχες εμβαπτιστεί | θα έχεις εμβαπτιστεί | να έχεις εμβαπτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εμβαπτιστεί | είχε εμβαπτιστεί | θα έχει εμβαπτιστεί | να έχει εμβαπτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εμβαπτιστεί | είχαμε εμβαπτιστεί | θα έχουμε εμβαπτιστεί | να έχουμε εμβαπτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εμβαπτιστεί | είχατε εμβαπτιστεί | θα έχετε εμβαπτιστεί | να έχετε εμβαπτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εμβαπτιστεί | είχαν εμβαπτιστεί | θα έχουν εμβαπτιστεί | να έχουν εμβαπτιστεί | ||
Μεταφράσεις
εμβαπτίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.