ελεφαντοστούν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελεφαντοστούν < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐλεφαντοστούν  και δείτε τη λέξη ελεφαντοστό

Ουσιαστικό

ελεφαντοστούν ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.