εκχωματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκχωματίζομαι | εκχωματιζόμουν(α) | θα εκχωματίζομαι | να εκχωματίζομαι | ||
| β' ενικ. | εκχωματίζεσαι | εκχωματιζόσουν(α) | θα εκχωματίζεσαι | να εκχωματίζεσαι | (εκχωματίζου) | |
| γ' ενικ. | εκχωματίζεται | εκχωματιζόταν(ε) | θα εκχωματίζεται | να εκχωματίζεται | ||
| α' πληθ. | εκχωματιζόμαστε | εκχωματιζόμαστε εκχωματιζόμασταν |
θα εκχωματιζόμαστε | να εκχωματιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκχωματίζεστε | εκχωματιζόσαστε εκχωματιζόσασταν |
θα εκχωματίζεστε | να εκχωματίζεστε | (εκχωματίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκχωματίζονται | εκχωματίζονταν εκχωματιζόντουσαν |
θα εκχωματίζονται | να εκχωματίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκχωματίστηκα | θα εκχωματιστώ | να εκχωματιστώ | εκχωματιστεί | ||
| β' ενικ. | εκχωματίστηκες | θα εκχωματιστείς | να εκχωματιστείς | εκχωματίσου | ||
| γ' ενικ. | εκχωματίστηκε | θα εκχωματιστεί | να εκχωματιστεί | |||
| α' πληθ. | εκχωματιστήκαμε | θα εκχωματιστούμε | να εκχωματιστούμε | |||
| β' πληθ. | εκχωματιστήκατε | θα εκχωματιστείτε | να εκχωματιστείτε | εκχωματιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκχωματίστηκαν εκχωματιστήκαν(ε) |
θα εκχωματιστούν(ε) | να εκχωματιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκχωματιστεί | είχα εκχωματιστεί | θα έχω εκχωματιστεί | να έχω εκχωματιστεί | εκχωματισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκχωματιστεί | είχες εκχωματιστεί | θα έχεις εκχωματιστεί | να έχεις εκχωματιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκχωματιστεί | είχε εκχωματιστεί | θα έχει εκχωματιστεί | να έχει εκχωματιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκχωματιστεί | είχαμε εκχωματιστεί | θα έχουμε εκχωματιστεί | να έχουμε εκχωματιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκχωματιστεί | είχατε εκχωματιστεί | θα έχετε εκχωματιστεί | να έχετε εκχωματιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκχωματιστεί | είχαν εκχωματιστεί | θα έχουν εκχωματιστεί | να έχουν εκχωματιστεί | ||
Μεταφράσεις
εκχωματίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.