εκφορτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκφορτίζομαι | εκφορτιζόμουν(α) | θα εκφορτίζομαι | να εκφορτίζομαι | ||
| β' ενικ. | εκφορτίζεσαι | εκφορτιζόσουν(α) | θα εκφορτίζεσαι | να εκφορτίζεσαι | (εκφορτίζου) | |
| γ' ενικ. | εκφορτίζεται | εκφορτιζόταν(ε) | θα εκφορτίζεται | να εκφορτίζεται | ||
| α' πληθ. | εκφορτιζόμαστε | εκφορτιζόμαστε εκφορτιζόμασταν |
θα εκφορτιζόμαστε | να εκφορτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκφορτίζεστε | εκφορτιζόσαστε εκφορτιζόσασταν |
θα εκφορτίζεστε | να εκφορτίζεστε | (εκφορτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκφορτίζονται | εκφορτίζονταν εκφορτιζόντουσαν |
θα εκφορτίζονται | να εκφορτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκφορτίστηκα | θα εκφορτιστώ | να εκφορτιστώ | εκφορτιστεί | ||
| β' ενικ. | εκφορτίστηκες | θα εκφορτιστείς | να εκφορτιστείς | εκφορτίσου | ||
| γ' ενικ. | εκφορτίστηκε | θα εκφορτιστεί | να εκφορτιστεί | |||
| α' πληθ. | εκφορτιστήκαμε | θα εκφορτιστούμε | να εκφορτιστούμε | |||
| β' πληθ. | εκφορτιστήκατε | θα εκφορτιστείτε | να εκφορτιστείτε | εκφορτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκφορτίστηκαν εκφορτιστήκαν(ε) |
θα εκφορτιστούν(ε) | να εκφορτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκφορτιστεί | είχα εκφορτιστεί | θα έχω εκφορτιστεί | να έχω εκφορτιστεί | εκφορτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκφορτιστεί | είχες εκφορτιστεί | θα έχεις εκφορτιστεί | να έχεις εκφορτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκφορτιστεί | είχε εκφορτιστεί | θα έχει εκφορτιστεί | να έχει εκφορτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκφορτιστεί | είχαμε εκφορτιστεί | θα έχουμε εκφορτιστεί | να έχουμε εκφορτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκφορτιστεί | είχατε εκφορτιστεί | θα έχετε εκφορτιστεί | να έχετε εκφορτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκφορτιστεί | είχαν εκφορτιστεί | θα έχουν εκφορτιστεί | να έχουν εκφορτιστεί | ||
Μεταφράσεις
εκφορτίζομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.