εκμυστηρευμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
εκμυστηρευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκμυστηρευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκμυστηρευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκμυστηρευμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.