εκλατομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκλατομώ < (ελληνιστική κοινή) ἐκλατομέω / ἐκλατομῶ
Συγγενικά
- εκλατόμηση
- → δείτε τις λέξεις λατόμος, λᾶας και τέμνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκλατομώ | εκλατομούσα | θα εκλατομώ | να εκλατομώ | εκλατομώντας | |
| β' ενικ. | εκλατομείς | εκλατομούσες | θα εκλατομείς | να εκλατομείς | (εκλατόμει) | |
| γ' ενικ. | εκλατομεί | εκλατομούσε | θα εκλατομεί | να εκλατομεί | ||
| α' πληθ. | εκλατομούμε | εκλατομούσαμε | θα εκλατομούμε | να εκλατομούμε | ||
| β' πληθ. | εκλατομείτε | εκλατομούσατε | θα εκλατομείτε | να εκλατομείτε | εκλατομείτε | |
| γ' πληθ. | εκλατομούν(ε) | εκλατομούσαν(ε) | θα εκλατομούν(ε) | να εκλατομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκλατόμησα | θα εκλατομήσω | να εκλατομήσω | εκλατομήσει | ||
| β' ενικ. | εκλατόμησες | θα εκλατομήσεις | να εκλατομήσεις | εκλατόμησε | ||
| γ' ενικ. | εκλατόμησε | θα εκλατομήσει | να εκλατομήσει | |||
| α' πληθ. | εκλατομήσαμε | θα εκλατομήσουμε | να εκλατομήσουμε | |||
| β' πληθ. | εκλατομήσατε | θα εκλατομήσετε | να εκλατομήσετε | εκλατομήστε | ||
| γ' πληθ. | εκλατόμησαν εκλατομήσαν(ε) |
θα εκλατομήσουν(ε) | να εκλατομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκλατομήσει | είχα εκλατομήσει | θα έχω εκλατομήσει | να έχω εκλατομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκλατομήσει | είχες εκλατομήσει | θα έχεις εκλατομήσει | να έχεις εκλατομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκλατομήσει | είχε εκλατομήσει | θα έχει εκλατομήσει | να έχει εκλατομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκλατομήσει | είχαμε εκλατομήσει | θα έχουμε εκλατομήσει | να έχουμε εκλατομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκλατομήσει | είχατε εκλατομήσει | θα έχετε εκλατομήσει | να έχετε εκλατομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκλατομήσει | είχαν εκλατομήσει | θα έχουν εκλατομήσει | να έχουν εκλατομήσει |
| |
Μεταφράσεις
εκλατομώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.