εκατοστάρηδων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκατοστάρηδων αρσενικό
- άλλη μορφή του κατοστάρηδων, γενική πληθυντικού του εκατοστάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.