δώδεκα ευαγγέλια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δώδεκα ευαγγέλια <  δείτε τις λέξεις δώδεκα και ευαγγέλια

Έκφραση

δώδεκα ευαγγέλια

  • (θρησκεία) αριθμητική ονομασία των δώδεκα ευαγγελικών περικοπών, η κατά σειρά ανάγνωση των οποίων γίνεται το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στις χριστιανικές εκκλησίες.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.