δισκοπότηρον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δισκοπότηρον: λέξη του 11ου αιώνα < δισκοποτήρ(ιον) + -ον

Ουσιαστικό

δισκοπότηρον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.