δισκοποτήριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δισκοποτήριον: λέξη του 7ου αιώνα < δίσκ(ος) + -ο- + ποτήριον

Ουσιαστικό

δισκοποτήριον ουδέτερο

Σύνθετα

  • δισκοποτηροκάλυμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.