δικαιοπρακτών
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
δικαιοπρακτών
<
δικαιοπραξία
+
-ών
Ουσιαστικό
δικαιοπρακτών
αρσενικό
(
νομικός όρος
)
αυτός που κάνει κάποια
δικαιοπραξία
Μεταφράσεις
δικαιοπρακτών
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.