δικαιολογήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

δικαιολογήσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

δικαιολογήσιμος

  • που μπορεί να δικαιολογηθεί, που μπορούν επιχειρήματα να τεθούν υπέρ του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.