διαφαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαφαίνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
διαφαίνομαι
- αρχίζω να γίνομαι ορατός, φαίνομαι, διαγράφομαι, διακρίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.