διαπαιδαγωγημένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
διαπαιδαγωγημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διαπαιδαγωγημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διαπαιδαγωγημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαπαιδαγωγημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.