διαμορφώσω
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαμορφώσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμορφώνω
- θα διαμορφώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμορφώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.