διακοπτόμενον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος μετοχής
διακοπτόμενον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διακοπτόμενος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακοπτόμενος
- νέα ελληνικά: διακοπτόμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.