διαγραφείς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαγραφείς < αρχαιόκλιτη μετοχή παθητικού αορίστου β' του ρήματος διαγράφω / διαγράφομαι

Επίθετο

διαγραφείς, -είσα -έν

  1. που διαγράφτηκε (πχ από ένα κόμμα)
    οι διαγραφέντες βουλευτές σχημάτισαν νέα κοινοβουλευτική ομάδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.